- αθλοφορικός
- ἀθλοφορικός, -ή, -όν (Μ) [ἀθλοφόρος]ο σχετικός με τον αθλοφόρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθλοφόρος — ο (Α ἀθλοφόρος, ον και ασυναίρετο ἀεθλοφόρος, ον) 1. αυτός που κερδίζει βραβείο, ο νικητής (η λ. είναι γνωστή στα νεοελλ. από τα τροπάρια αγίων, διότι θεωρούνται νικητές τού κακού και τών εχθρών τού χριστιανισμού) 2. αυτός που δίνει βραβεία… … Dictionary of Greek